θυέλλαις

θυέλλαις
θύελλα
hurricane
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναιθύσσω — Α 1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθύσσω «αναταράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”